-
1 отмена
-ы θ.κατάργηση• ακύρωση•отмена налога κατάργηση του φόρου•
отмена закона κατάργηση νόμου•
отмена частной собственности κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας•
отмена приговора ακύρωση δικαστικής απόφασης•
отмена крепостного права κατάργηση της δουλοπαροικίας.
|| ανάκληση•отмена приказания ανάκληση διαταγής.
|| αναβολή•отмена спектакля αναβολή του θεάματος.
εκφρ.в -у – αντ αυτού, ως αντικαταστάτης (αναπληρωτής)• αντί του..., στη θέση του... -
2 отмена
отменаж ἡ κατάργηση [-ις] (закона, положения)/ ἡ ἀρση [-ις] (ограничений, пошлин и т. п.)/ ἡ ἀναίρεση [-ις] (распоряжения и т. п.)/ ἡ ἀκύρωση [-ις] (приговора и т. п.)/ ἡ ἀναβολή (заседания, спектакля и т. п.):\отмена частной собственности ἡ κατάργηση τής ἀτομικῆς ἰδιοκτησίας· \отмена крепостного права ἡ κατάργηση τής δουλοπαροικίας. -
3 отмена
η ακύρωσηη κατάργησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмена
-
4 ликвидация
-
5 отмена
отмена ж η ματαίωση· η κατάργηση, η ακύρωση (расторжение)* * *жη ματαίωση; η κατάργηση, η ακύρωση ( расторжение) -
6 упразднение
-я ουδ.κατάργηση, ακύρωση-κατάλυση•упразднение закона κατάργηση του νόμου.
-
7 аннулирование
η ακύρωση, η κατάργησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аннулирование
-
8 ликвидация
1. (прекращение деятельности) η διάλυση 2. (отмена) η κατάργηση 3. (ο долгах) η εκκαθάριση, η εξόφληση (των λογαριασμών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ликвидация
-
9 уничтожение
1. (истребление) η καταστροφή, η εξολόθρευση, η εξόντωση, η συντριβή, η εξαφάνιση, η εκμηδένιση 2. (нейт-рализация, компенсация) η εξουδετέρωση, η ακύρωση 3. (упразднение, ликвидация) η ακύρωση, η κατάργηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уничтожение
-
10 упразднение
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > упразднение
-
11 аннулирование
аннули́рова||ниес ἡ ἀκύρωση [-ις], ἡ κατάργηση [-ις]. -
12 дореформенный
дореформенныйприл πρίν ἀπό τήν κατάργηση τῆς δουλοπαροικίας, προμε-ταρρυθμιστικός. -
13 пореформенный
пореформенныйприл:\пореформенный период ист. ἡ περίοδος ὕστερα ἀπό τήν κατάργηση τής δουλοπαροικίας. -
14 упразднение
упраздн||ениес ἡ κατάργηση [-ις], ἡ διάλυση [-ις]/ ἡ ἀκύρωση [-ις] (закона и т. п.). -
15 отмена
[ατμιένα] ονσ. θ. κατάργηση -
16 упразднение
[ουπραζνιένιιε] ουσ. ο. κατάργηση -
17 отмена
[ατμιένα] ονσ. θ. κατάργηση -
18 упразднение
[ουπραζνιένιιε] ουσ ο κατάργηση -
19 аннулирование
-я ουδ.ακύρωση• κατάργηση•аннулирование государственных долгов η ακύρωση των κρατικών δανείων.
-
20 аннуляция
-и θ.(γραπ. λόγος) ακύρωση, κατάργηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατάργηση — η (AM κατάργησις) [καταργώ] το να παύσει κάτι να ισχύει, η άρση τής ισχύος («κατάργηση τών εισαγωγικών εξετάσεων») νεοελλ. φρ. (νομ.) «κατάργηση δίκης» η παύση τής δικαστικής διαδικασίας ύστερα από συμφωνία τών αντιδίκων … Dictionary of Greek
κατάργηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταργώ, ακύρωση, παύση, κατάλυση: Μελετάται η κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στις ανώτατες σχολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταργήσῃ — καταργήσηι , κατάργησις making null fem dat sg (epic) καταργέω leave unemployed aor subj mid 2nd sg καταργέω leave unemployed aor subj act 3rd sg καταργέω leave unemployed fut ind mid 2nd sg καταργέω leave unemployed aor subj mid 2nd sg καταργέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
καταργήσηι — κατάργησις making null fem dat sg (epic) καταργήσῃ , καταργέω leave unemployed aor subj mid 2nd sg καταργήσῃ , καταργέω leave unemployed aor subj act 3rd sg καταργήσῃ , καταργέω leave unemployed fut ind mid 2nd sg καταργήσῃ , καταργέω leave… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… … Dictionary of Greek